- λιθόγλυφος
- οζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων τής οικογένειας hydrobiidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lithoglyphus < νεολατ. lithoglyphus < litho- (< λιθ[ο]-*) + glyphus (< -γλυφος < γλύφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθογλύφος — sculptor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθογλύφος — ο (Α λιθογλύφος) 1. ο λιθογλύπτης 2. τεχνίτης που διακοσμεί λίθους, συνήθως πολύτιμους, με γλυπτές παραστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + γλύφος (< γλύφω «λαξεύω»), πρβλ. ξυλο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
λιθογλύφοι — λιθογλύφος sculptor masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθογλύφους — λιθογλύφος sculptor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθογλύφων — λιθογλύφος sculptor masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθογλυφικός — ή, ό (Μ λιθογλυφικός, ή, όν) [λιθογλυφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογλύφο ή στη λιθογλυφία μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθογλυφική η γλυπτική … Dictionary of Greek
λιθογλύπτης — ο (Α λιθογλύπτης) λιθογλύφος, λιθοξόος νεοελλ. ειδικός τεχνίτης στη λιθογλυπτική … Dictionary of Greek
λιθογράφος — ο (Α λιθογράφος) νεοελλ. 1. ο ειδικός στην τέχνη τής λιθογραφίας, ο τεχνίτης που εκτελεί λιθογραφίες 2. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση λιθογραφιών αρχ. (δ. γρφ.) λιθογλύφος* … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek